πάγχρηστος

πάγχρηστος
πάγ-χρηστος, ον,
A good for all work,

ἄγγος Ar.Ach.936

;

κτῆμα X.Mem.2.4.5

: -χρηστον, τό, name of various remedies, Gal.12.756, 13.101, Orib.Fr.97.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πάγχρηστος — πάγχρηστος, ον (ΑΜ) μσν. το αρσ. ως ουσ. ὁ πάγχρηστος φαρμακευτικό παρασκεύασμα αρχ. 1. ο χρήσιμος σε καθετί, σε όλα («πάγχρηστον ἄγ γος ἔσται», Αριστοφ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πάγχρηστον ονομασία διαφόρων φαρμάκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + χρηστός] …   Dictionary of Greek

  • πάγχρηστος — good for all work masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγχρηστότερον — πάγχρηστος good for all work adverbial comp πάγχρηστος good for all work masc acc comp sg πάγχρηστος good for all work neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάγχρηστον — πάγχρηστος good for all work masc/fem acc sg πάγχρηστος good for all work neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγχρήστου — πάγχρηστος good for all work masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγχρήστῳ — πάγχρηστος good for all work masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάγχρηστοι — πάγχρηστος good for all work masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”